Η ΙΔΕΑ

Τα τελευταία χρόνια, η αστική επέκταση έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Στην Ευρώπη, σχεδόν το 73% του πληθυσμού κατοικεί σε πόλεις, και προβλέπεται ότι το ποσοστό θα ξεπεράσει το 80% έως το 2050. Ο συνδυασμένος αντίκτυπος της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής και της ταχείας αστικοποίησης αναμένεται να καταστήσει τους κατοίκους των αστικών περιοχών περισσότερο ευάλωτους σε μια σειρά αστικών περιβαλλοντικών προβλημάτων στενά συνδεδεμένων με το φαινόμενο της Αστικής Θερμικής Νησίδας (ΑΘΝ), το οποίο θεωρείται ως μία από τα πιο αντιπροσωπευτικές και καλά τεκμηριωμένες εκδηλώσεις των κλιματικών τροποποιήσεων που οφείλονται στην αστικοποίηση.

Η αστικοποίηση προκαλεί σημαντικές ατμοσφαιρικές και επιφανειακές μεταβολές, οι οποίες οδηγούν σε τροποποιημένο θερμικό κλίμα που είναι θερμότερο από εκείνο των γύρω μη αστικών περιοχών. Η ΑΘΝ έχει ουσιώδεις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, στις περιφερειακές οικονομίες και στο περιβάλλον. Αναφορικά με την υγεία, η επιδημιολογική βιβλιογραφία έχει τεκμηριώσει καλά τον ισχυρό αντίκτυπο της θερμότητας στις αστικές περιοχές, ιδιαίτερα στις πυκνοκατοικημένες υποβαθμισμένες περιοχές και όπου ζουν ευάλωτα άτομα (π.χ. ηλικιωμένοι).

Άλλες δυσμενείς επιπτώσεις και προβλήματα στο αστικά περιβάλλον, τα οποία σχετίζονται με το φαινόμενο της ΑΘΝ, περιλαμβάνουν την κατανάλωση ενέργειας, την υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα και τις στρεσογόνες βιοκλιματικές συνθήκες. Το φαινόμενο της ΑΘΝ γίνεται ακόμα πιο σημαντικό καθώς η διάρκεια των Κυμάτων Καύσωνα (ΚΚ) αναμένεται να αυξηθεί λόγω της κλιματικής αλλαγής. Αρκετά αποτελέσματα μελετών δείχνουν ότι οι ΑΘΝ αλληλεπιδρούν συνεργικά με τα ΚΚ, επιδεινώνοντας τις επιπτώσεις τους στους κατοίκους των αστικών περιοχών. Ειδικά για την Ευρώπη, η περιοχή της Μεσογείου προβλέπεται να είναι μεταξύ εκείνων που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο όσον αφορά στις επιπτώσεις στην υγεία, ιδιαίτερα στα πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα. Για το λόγο αυτό, το έργο LIFE ASTI επικεντρώνεται στο φαινόμενο της ΑΘΝ και στις επιπτώσεις του, κυρίως στην ανθρώπινη θνησιμότητα, με την ανάπτυξη, την πιλοτική εφαρμογή και την αξιολόγηση ενός συστήματος μοντέλων για τη βραχυχρόνιαη πρόγνωση και τη μελλοντική προβολή του φαινομένου της ΑΘΝ σε δύο Μεσογειακές πόλεις: τη Θεσσαλονίκη και τη Ρώμη.

Οι δύο Μεσογειακές μητροπόλεις επιλέχθηκαν για να δώσουν μια αντιπροσωπευτική γεωγραφική κάλυψη του προβλήματος, αντανακλώντας διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες, δημογραφικά δεδομένα και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Συγκεκριμένα, η θερμική νησίδα της Θεσσαλονίκης είναι πιο έντονη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, με τη νυχτερινή ένταση της ΑΘΝ να είναι η ισχυρότερη, ενώ το παράκτιο περιβάλλον της πόλης έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ΑΘΝ, καθώς η Θεσσαλονίκη εκτίθεται συχνά στη θαλάσσια αύρα. Στη Ρώμη, η ΑΘΝ είναι εμφανής στις πυκνοκατοικημένες περιοχές, δηλαδή στο κέντρο και στην ανατολική πλευρά, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, όταν η έντασή της φτάνει στο μέγιστο.